O Δρ Bruce Lipton είναι μοριακός βιολόγος, έχει διατελέσει καθηγητής σε πολλά πανεπιστήμια, συμπεριλαμβανομένου του Στάνφορντ και είναι συγγραφέας 11 βιβλίων. Το βιβλίο του “Η Βιολογία της Πεποίθησης” βραβεύτηκε ως ένα από τα καλύτερα βιβλία επιστήμης το 2006. Ο Δρ Lipton έχει δημοσιεύσει πάνω από 20 επιστημονικά άρθρα για τη σχέση του νου με το σώμα.
Και εδώ υπάρχει μια μεγάλη παρεξήγηση. Πολλοί άνθρωποι, όταν ακούν για ενέργεια και δονήσεις, νομίζουν ότι μιλάμε για κάτι αόρατο, μη αντιληπτό με τις αισθήσεις μας. Αυτό, είναι ωστόσο, προϊόν άγνοιας.
Στην πραγματικότητα, όλα είναι ενέργεια. Εγώ, αυτή τη στιγμή που σας μιλάω είμαι ένα σύνολο από φωτόνια. Τα φωτόνια αυτά συλλαμβάνονται από τα μάτια σας, στέλνουν ένα μέρος της πληροφορίας στον εγκέφαλο και ο εγκέφαλός σας ερμηνεύει αυτό το σύνολο ως την τελική εικόνα που μου αποδίδετε καθώς με βλέπετε. Πολλές σύγχρονες ιατρικές διαγνωστικές συσκευές, σήμερα, βασίζονται πάνω σ’ αυτήν την ενέργεια και στις δονήσεις της.
Έτσι, η εποικοδομητική παρεμβολή της ενέργειας συμβαίνει όταν δύο όμοιες ενέργειες συναντιούνται και δημιουργούν ένα ισχυρότερο και μεγαλύτερο ενεργειακό πεδίο. Όταν όμως δύο ενέργειες είναι διαφορετικές, τότε, μπορεί να συμβεί ακριβώς το αντίθετο. Η μία να εξουδετερώνει ή να αφαιρεί από την άλλη. Αυτό το ονομάζουμε αποικοδομητική παρεμβολή. Κι εδώ, στην καθομιλουμένη, πολύ φορές, χρησιμοποιούμε την έκφραση των «κακών δονήσεων». Όταν βρεθείτε κάπου όπου η ενέργεια των ανθρώπων είναι εντελώς διαφορετική από τη δική σας, τότε, το δικό σας πεδίο γίνεται πιο αδύναμο και κατά έναν τρόπο «ακυρώνεται» με αποτέλεσμα να σας προκαλεί μια αίσθηση αποστροφής ή τάσης για φυγή.
Έτσι λοιπόν, η πρωταρχική γλώσσα δεν είναι αυτή που έχουμε αναπτύξει μέσω της χρήσης των λέξεων αλλά αυτή που υπάρχει έμφυτη και αποτελεί την αναγνώριση και την επεξεργασία της ενέργειας. Ο σκύλος σας, για παράδειγμα, δεν γνωρίζει κάποια γλώσσα που τον βοηθά να σας αντιλαμβάνεται πριν έρθετε στο σπίτι σας για να τον συναντήσετε. Ανταποκρίνεται απλά στο ενεργειακό σας πεδίο.
Η πρωταρχική γλώσσα όλων των έμβιων όντων είναι οι δονήσεις. Για παράδειγμα, το σαλιγκάρι. Το σαλιγκάρι εγκαταλείπεται από τους γονείς του μόλις βγει από το αυγό. Δεν υπάρχει κανένας να το εκπαιδεύσει για το πού πρέπει να πάει και πού όχι, τι πρέπει να φάει και τι όχι. Ο μοναδικός του πλοηγός είναι οι δονήσεις. Έλκεται από τα μέρη εκείνα ή τις τροφές εκείνες που έχουν υψηλότερες και ισχυρότερες δονήσεις, που θα του επιτρέψουν να κάνει τον κύκλο της ζωής του.
Το πρόβλημα είναι ότι από τη στιγμή που γεννιόμαστε, όλη η εκπαίδευσή μας αφορά την ανάπτυξη της γλώσσας των λέξεων και όχι των δονήσεων. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να χάσουμε σε μεγάλο βαθμό την ευαισθησία μας και την ικανότητα να την αντιλαμβανόμαστε σωστά.
Είναι όπως μια οποιαδήποτε γλώσσα. Όσο δεν την εξασκούμε, τόσο τείνει να την ξεχνάμε. Ακόμα κι έτσι όμως, η ενεργειακή γλώσσα, πολλές φορές υπερισχύει της λεκτικής. Και είναι αυτό που αποκαλούμε πολλές φορές διαίσθηση ή ένστικτο. Για παράδειγμα, ακούμε κάποιον να μας διαβεβαιώνει λεκτικά για το πόσο αξιόπιστος είναι ο ίδιος ή ένα προϊόν ή μια υπηρεσία που μας προσφέρει αλλά ταυτόχρονα μέσα μας κάτι αντιδράει, με αποτέλεσμα να μην τον πιστεύουμε ή να διατηρούμε επιφυλάξεις. Είναι αυτή η πρώτη αίσθηση εμπιστοσύνης που μας προκαλεί ένας άνθρωπος για τον οποίον δεν ξέρουμε ακόμα πολλά πράγματα.
Έτσι, στην πραγματικότητα υπάρχουν δύο τρόποι προσέγγισης της γλώσσας, ο πρώτος είναι να αισθάνεστε την ενέργεια και έπειτα να ακούτε τις λέξεις.
Ο δεύτερος τρόπος είναι να ακούτε τις λέξεις και να δίνετε μηδενική ή ελάχιστη αξία στην ενεργειακή γλώσσα.
Στη δεύτερη περίπτωση, οι άνθρωποι εξαπατώνται πολύ πιο εύκολα. Οπότε, αυτή είναι μια διαδικασία που μπορούμε να την μάθουμε.